- ηπιοδώτης
- ἠπιοδώτης και ήπιοδώτας, ό (Α)(για τον Ασκληπιό) αυτός που με τα δώρα του κατευνάζει τους πόνους τής αρρώστιας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δώτης < δώτης < δίδωμι (πρβλ. α-δώτης, ξενο-δώτης). Το β' συνθετικό -δωτης τής λ. ανάγεται στην απαθή βαθμίδα *deә3- τής ρίζας τού δίδωμι*, αλλά υπάρχουν και σύνθ. σε -δοτης, που προήλθαν από τη συνεσταλμένη βαθμίδα *dә3- τής ίδιας ρίζας (πρβλ. εκ- -δότης, εργο-δότης, νομο-δότης)].
Dictionary of Greek. 2013.